- Μαντειών
- ΜαντειῶνΜαντείαςmasc gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Μαντειῶν — Μαντείας masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντειῶν — μαντεία prophetic power fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντείων — μαντεί̱ων , μαντεῖον oracle neut gen pl μαντεί̱ων , μαντεῖος oracular fem gen pl μαντεί̱ων , μαντεῖος oracular masc/neut gen pl μαντεί̱ων , μαντεῖος oracular masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
θεάριος — Θεάριος, ὁ (Α) [θεαρός] δωρ. επίθ. τού Απόλλωνος ως θεού τών μαντείων … Dictionary of Greek
τρίποδας — ο, Ν 1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια 2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών … Dictionary of Greek
Ευφορίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Φτερωτός γιος του Αχιλλέα και της Ελένης, ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατό τους, στη Νήσο των Μακάρων. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Δία, κεραυνοβολήθηκε από αυτόν ενώ βρισκόταν στη Μήλο. Ο Γκέτε χρησιμοποίησε… … Dictionary of Greek